καταγραφή

καταγραφή
η (AM καταγραφή) [καταγράφω]
η λεπτομερής αναγραφή σε κατάλογο, η εγγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε καταλόγους (α. «έγινε καταγραφή τής περιουσίας του» β. «καταγραφαῑς τῶν ὀνομάτων», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. εγγραφή σε λογιστικά βιβλία
2. φρ. «αυτόματη καταγραφή» — εγγραφή σε χαρτί, σε διάτρητη ταινία ή σε μαγνητοταινία στοιχείων για παραπέρα επεξεργασία
αρχ.
1. σχεδίασμα, σχεδιαγράφημα («τὴν τῆς σφαίρας εὕρεσιν καὶ καταγραφήν», Διόδ.)
2. το περίγραμμα σε ανάγλυφο («οἱ ἐν ταῑς στήλαις καταγραφὴν ἐκτετυπωμένοι», Πλάτ.)
3. ο ορισμός τών ορίων («Λατίνους τε γὰρ ἠξίου τῇ καταγραφῇ τῆς χώρας συμπεριλαμβάνει», Δίον. Αλ.)
4. η χάραξη επιγραφών
5. η αναγραφή τής μεταβίβασης ενός πράγματος στο όνομα τού αγοραστή
6. στον πληθ. αἱ καταγραφαί
οι στρατιωτικοί κατάλογοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταγραφή — drawing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγραφή — η αναγραφή διάφορων αντικειμένων, καταχώριση, εγγραφή: Έγινε καταγραφή της κινητής και ακίνητης περιουσίας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταγραφῇ — καταγράφω scratch aor subj pass 3rd sg καταγραφῆι , καταγραφεύς cataloguer masc dat sg (epic ionic) καταγραφή drawing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγράφῃ — καταγράφω scratch pres subj mp 2nd sg καταγράφω scratch pres ind mp 2nd sg καταγράφω scratch pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγραφῆι — καταγραφῇ , καταγράφω scratch aor subj pass 3rd sg καταγραφεύς cataloguer masc dat sg (epic ionic) καταγραφῇ , καταγραφή drawing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακουόγραμμα — Καταγραφή της ακουστικής ικανότητας ενός ατόμου με γραφική παράσταση αποτελεσμάτων ακουομετρικής εξέτασης …   Dictionary of Greek

  • καταγραφαῖς — καταγραφή drawing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγραφαί — καταγραφή drawing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγραφήν — καταγραφή drawing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγραφῶν — καταγραφή drawing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”